Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας και εμείς σας παρουσιάζουμε την καθηγήτρια Στόινα Πορομάνσκα από την Νεοελληνική Φιλολογία του Πανεπιστημίου της Σόφιας «Άγιος Κλήμης της Αχρίδας».
Η Στόινα Πορομάνσκα γεννήθηκε το 1939 στο χωριό Ορεσέτς, στην περιοχή του Χάρμανλι, στην Νότια Ροδόπη. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος σε μια περιοχή στην οποία οι κάτοικοι μιλούσαν μια ελληνική διάλεκτο. Η διάλεκτος αυτή δεν ομιλούνταν στην οικογένεια της Στόινα αλλά την ίδια την γοήτευε και την έκανε να θέλει να μάθει περισσότερα για την ελληνική γλώσσα. Αργότερα όταν έγινε φοιτήτρια στην Σχολή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σόφιας έκανε μια εργασία για την ελληνική αυτή διάλεκτο στην τάξη του καθηγητή Ιβάν Ντοριντάνοβ. Η Στόινα Πορομάνσκα τελείωσε το 1963 Ρώσικη Φιλολογία αλλά στο μεταξύ μάθαινε ελληνικά στο Τμήμα Νεοελληνικής Γλώσσας της Κλασικής Φιλολογίας όπου δίδασκαν ο πολιτικός πρόσφυγας Γεώργιος Παπαγεωργίου και η Φάνη Αγγελίεβα. Τον Παπαγεωργίου η Πορομάνσκα χαρακτηρίζει ως «μεγάλη ψυχή».
Οι διπλωματικές σχέσεις της Βουλγαρίας και της Ελλάδας καθιερώθηκαν για πρώτη φορά σε επίπεδο διπλωματικών υπηρεσιών το 1880 αλλά διακόπηκαν στις 16 Ιουνίου 1913 και ανανεώθηκαν ξανά στις 16 Μαρτίου 1914, σε επίπεδο αντιπροσωπειών. Διακόπηκαν ξανά στις 2 Ιουλίου 1917 και ανανεώθηκαν στις 8 Αυγούστου 1920. Διακόπηκαν για τρίτη φορά στις 23 Απριλίου 1941 και ανανεώθηκαν στις 22 Μαΐου 1954 σε επίπεδο αντιπροσωπειών. Το 1964 από το υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας αναζήτησαν μεταφραστή ελληνοβουλγάρικων γιατί ξεκινούσε μια διαδικασία εξύψωσις των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας – Βουλγαρίας από διπλωματικές αντιπροσωπείες σε επίπεδο πρεσβειών. Στην θέση αυτή διορίστηκε η Στόινα Πορομάνσκα. Η δουλειά της είχε να κάνει με την επισκόπηση του ελληνικού τύπου.
Στην συνέχεια η Στόινα μαζί με τον άντρα της, με τον οποίο μάθαιναν μαζί νεοελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας, αναχώρησαν για την Ελλάδα όπου εργάστηκαν ως μεταφραστές στην εμπορική αντιπροσωπεία της βουλγάρικης πρεσβείας στην Αθήνα. Αργότερα ο σύζυγός της εργάστηκε στην Γερμανία και εκείνη τον ακολούθησε. Εκεί γνωρίστηκε με την Έλσι Μαθιοπούλου η οποία δίδασκε ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Η Έλση ήταν σύζυγος του Βάσου Μαθιόπουλου ανταποκριτή της εφημερίδας «Το Βήμα» στην Βόννη. Η Έλση συνέστησε την Στόινα στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Χούμπολντ στο Βερολίνο, Γιοχάνες Ίρμσερ (Johannes Irmscher), στην τάξη του οποίου η Στόινα υπερασπίστηκε θέση με τίτλο «Δημοκρατικές τάσεις στην ελληνική γλώσσα».
«Η μεγάλη μου αδυναμία είναι η δυναμική της γλώσσας, λέει η Στόινα Πορομάνσκα σε συνέντευξή της στην Αγάπη Γιορντανόβα για το Ράδιο Βουλγαρία. Η εξέλιξη της γλώσσας είναι πολύ ενδιαφέρουσα γιατί αντικατοπτρίζει την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να σκέφτεται αν η γλώσσα του είναι φτωχή. Το άλλο που με ελκύει στην φιλολογία είναι η συσσώρευση των σημασιών. Κάθε μια λέξη αντικατοπτρίζει μια πραγματικότητα. Κάτι έχει συμβεί και έγινε απαραίτητο να ονομαστεί και να οριστεί. Η θέση που υπερασπίστηκα στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ βασιζόταν σε επισκόπηση των λέξεων της δημοτικής στον ελληνικό τύπο μετά την Χούντα, την στροφή στην Καθαρεύουσα και το διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Τσάτσου, από το 1976, με το οποίο εισήχθηκε η γλωσσική μεταρρύθμιση «Δημοτική δίχως ακρότητες». Τότε πρωθυπουργός ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και υπουργός Παιδείας ο Γεώργιος Ράλλης».
Το 1972 η Στόινα Πορομάνσκα συναντήθηκε με τον καθηγητή Αλεξάνταρ Νίτσεβ από την Κλασική Φιλολογία που είχε πετύχει τον άθλο να μεταφράσει στα βουλγάρικα όλες τις κομωδίες του Αριστοφάνη. Η Στόινα έλπιζε εκείνος να την καθοδηγήσει πού θα μπορούσε να εργαστεί και δεν έκανε λάθος. Ο Νίτσεβ της πρότεινε να αρχίσει να διδάσκει στο Τμήμα Νεοελληνικής Γλώσσας της Κλασικής Φιλολογίας. Σιγά σιγά οι καθηγητές αυτού του τμήματος συνειδητοποιούσαν την ανάγκη δημιουργίας Νεοελληνικής Φιλολογίας η οποία να διαχωριστεί από την Κλασική ή Αρχαία Ελληνική Φιλολογία. Η πρώτη πρωτοβουλία όμως ήρθε από το Πανεπιστήμιο του Βελίκο Τάρνοβο όπου το 1991 ιδρύθηκε Τμήμα Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας με Νεοελληνικά, Γερμανικά και Ρώσικα.
Μετά το 1989 ο κόσμος άλλαξε. Οι Βούλγαροι μπορούσαν ξανά να ταξιδεύουν ελεύθερα και άρχισαν να ενδιαφέρονται για τις γειτονικές τους χώρες και ειδικά για την Ελλάδα η οποία ήταν ήδη μέλος της ΕΕ.
«Σχεδόν συνομίληκός μου ήταν ο συνάδελφός μου καθηγητής Μπόγκνταν Μπόγκντανοβ (1940-2016), λέει η Στόινα Πορομάνσκα. Ήμασταν νέοι, ενθουσιασμένοι και φιλόδοξοι. Ο Μπόγκντανοβ ήταν άνθρωπος με ευρύ ορίζοντα, είχε υπάρξει πρέσβης της Βουλγαρίας στην Αθήνα, καταλάβαινε τις τότε γεωπολιτικές διαδικασίες. Στην Βουλγαρία άρχισαν να έρχονται έλληνες πολίτες και επιχειρηματίες. Δημιουργήθηκαν μικτές ελληνοβουλγάρικες και καθαρά ελληνικές εταιρίες. Άνοιξαν ελληνικές τράπεζες. Υπήρχε ανάγκη από νέους ικανούς μεταφραστές που να γνωρίζουν την Ελλάδα, την ιστορία της, την νοοτροπία του λαού της. Για να είσαι μεταφραστής πρέπει να έχεις γρήγορες αντιδράσεις γιατί συχνά οι καταστάσεις σε ζωντανές συναντήσεις είναι πολύ αγχωτικές. Ο Μπόγκντανοβ συνέβαλλε πρώτα στην δημιουργία της Νεοελληνικής Φιλολογίας σαν δεύτερη ειδικότητα και έπειτα σαν τακτική της οποίας έγινε κοσμήτορας. Επέβαλε στην ειδικότητα υψηλά στάνταρ. Στα εγκαίνια της ειδικότητας το 1992 παραβρέθηκε η τότε υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας Άννα Ψαρούδα – Μπενάκη η οποία μας επισκέφτηκε και αργότερα ως Πρόεδρος της ελληνικής Βουλής για να δει πως εξελίσσεται το έργο μας. Οι καθηγητές από την Κλασική Φιλολογία είχαν και πριν το 1989 επαφή με τους έλληνες επιστήμονες, γνώριζαν τις μελέτες τους και οι ίδιοι μελετούσαν τις ελληνικές διαλέκτους και την νεοελληνική γλώσσα. Ξεκινήσαμε με 10 φοιτητές, έπειτα από το πανεπιστήμιο μας διέθεσαν 25 θέσεις. Το ενδιαφέρον ήταν μεγάλο και οι υποψήφιοι έφταναν τους 4 000. Η νεοελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα των σύγχρονων Ελλήνων και στόχος μας ήταν οι νέοι Βούλγαροι να επικοινωνούν με τους νέους Έλληνες και Κύπριους. Το 1994 δημιουργήσαμε τον Σύλλογο Νεοελληνιστών «Κωστής Παλαμάς», τα μέλη του οποίου συμμετείχαν στην ίδρυση Ευρωπαϊκής Ένωσης Νεοελληνιστών για νεοελληνικές μελέτες. Σ’ αυτό το πλαίσιο διοργανώσαμε στην Σόφια το Πρώτο και το Δεύτερο Συνέδριο Νεοελληνιστών από τα Βαλκανικά Κράτη στο οποίο συμμετείχαν επιστήμονες από την Τουρκία, την Αλβανία, την Ρουμανία και την Σερβία. Ο φιλόδοξος συνάδελφος από την Ρουμανία, Τούντορ Ντίνου, διοργάνωσε το Τρίτο Συνέδριο στο Βουκουρέστι. Το Τέταρτο ήταν στην Κομμωτηνή και τώρα έπεται το Πέμπτο, τον Σεπτέμβριο του 2024, στο Βελιγράδι. Το 1994 δημιουργήθηκαν Τμήματα Νεοελληνικής Γλώσσας στο ιδιωτικό Νέο Βουλγάρικο Πανεπιστήμιο στην Σόφια και στο κρατικό Νοτιοδυτικό Πανεπιστήμιο στο Μπλαγκόεβγκραντ. Το 2002, με δική μου πρωτοβουλία, ιδρύθηκε Τμήμα Νεοελληνικής Γλώσσας στο κρατικό Πανεπιστήμιο του Πλόβντιβ, με την συμβολή του καθηγητή Ιβάν Κούτσαροβ, μιας πληθωρικής προσωπικότητας που υλοποίησε άμεσα το επιχείρημα. Ενδιαφέρον έδειξαν από ολόκληρη την Νότια Βουλγαρία. Δίδαξα σ’ αυτό το τμήμα 20 χρόνια και από εκεί σ’ αυτό το διάστημα αποφοίτησαν 200 άτομα. Παρακολουθώ όλους τους φοιτητές μας και κρατώ επαφή μαζί τους και μετά την αποφοίτησή τους. Η πρώτη βοηθός καθηγητή στην Νεοελληνική Φιλολογία ήταν η Ντραγκομίρα Βάλτσεβα. Θέσεις έχουν υπερασπιστεί στην ειδικότητα ο Μπορίς Βούντσεβ, η Ιρίνα Στρίκοβα, έπεται να το κάνει και η Άννα Λάζαροβα. Οι επιστήμονες βλέπουν τον κόσμο σε εξέλιξη, διαχρονικά. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει μόνο η σύγχρονη πραγματικότητα. Ο σύγχονος κόμος είναι προϊόν της ιστορίας και αυτό είναι το σημαντικότερο που προσπαθούμε να δώσουμε στην επόμενη γενιά. Μια διαχρονική ματιά, που να περικλείει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και έναν ευρύ ορίζοντα. Υπάρχουν ευτυχώς πολλά προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών, την Νεοελληνική Φιλολογία στην Βουλγαρία, στηρίζουν βουλγάρικα,ελληνικά και κυπριακά ιδρύματα, διοργανώνουμε διαγωνισμούς μετάφρασης ποίησης και πεζογραφίας, καλούμε έλληνες συγγραφείς και ποιητές, οι φοιτητές μας συμμετέχουν σε γλωσσολογικές κατασκηνώσεις σε διάφρα μέρη της Ελλάδας. Στην πορεία των χρόνων δημιουργήσαμε πολύ καλές επαφές με την ελληνική πρεσβεία στην Σόφια και συμβάλλαμε στο έργο του Συλλόγου Στέφαν Γκέτσεβ που αργότερα μετονομάστηκε σε Ελληνοβουλγάρικος Πολιτιστικός Σύνδεσμος "Αριστοτέλης"».
Στην ερώτηση τι την έχει εντυπωσιάσει πιο πολύ απ’ όλα στην Ελλάδα η Στόινα Πορομάνσκα απαντά «οι άνθρωποι».
«Οι έλληνες είναι αισιόδοξοι και φιλόξενοι, λέει συγκεκριμένα εκείνη. Σε υποδέχονται με χαμόγελο, νιώθουν τις ανάγκες σου και προσπαθούν να τις καλύψουν. Σ’ αυτό οφείλεται ότι είναι τόσο καλοί έμποροι. Εμείς οι Βούλγαροι είμαστε πιο συγκρατημένοι, πιο σοβαροί. Και οι δυο λαοί έχουν προκαταλήψεις ο ένας για τον άλλον – εμείς θεωρούμε ότι οι Βυζαντινοί ήταν πονηροί και δολοπλόκοι, οι Έλληνες έχουν κατάλοιπα από την παρουσία των Βουλγάρων ως συμμάχους των Γερμανών στην Β. Ελλάδα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ως απειλή από τον Βορρά κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο βούλγαρος συγγραφέας Γιορντάν Ραντίτσκοβ έλεγε ότι «όπου υπάρχει σύνορο τρίζει» αλλά όταν οι άνθρωποι είναι καλοπροέραιτοι τότε κερδίζουν την εμπιστοσύνη ο ένας του άλλου. Οι έλληνες έχουν μια πολύ ωραία φράση για την περίπτωση που κάποιος αντιμετωπίζει προβλήματα – λένε «κουράγιο και δυνάμεις», αυτή είναι μια πολύ ωραία ευχή γιατί σου δίνει κίνητρο να αντιμετωπίσεις τις προκλήσεις. Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια απομάκρυνση από τον Ουμανισμό και τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Αυτό είναι κρίμα και ελπίζω οι άνθρωποι να μην απαρνηθούν την ανθρωπιά τους».
Κείμενο: Αγάπη Γιορντανόβα
Ο Βούλγαρος Πέταρ Στόιτσεβ κατάφερε να διανύσει κολυμπώντας και τον 7 ο Μαραθώνιο Ανοιχτής Θαλάσσης από το Oceans Seven, τον Περθμό Τσιγκάρου. «Μεταξύ 2 τυφώνων κατάφερα να διιανύσω τον Πορθμό Τσιγκάρου στην Ιαπωνία και νιώθω 7 φορές..
Η παγκοσμίου φήμης τραγουδίστρια της όπερας Σόνια Γιόντσεβα έλαβε το βραβείο «Χρυσός Αιώνας» για εξαιρετική συμβολή στην ανάπτυξη και ενίσχυση του βουλγαρικού πολιτισμού και της εθνικής ταυτότητας. Η τελετή έγινε στη σκηνή του Θερινού Θεάτρου..
Η βουλγαρική βάση της Ανταρκτικής ιδρύθηκε το 1988 και το 1993, με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας Ζέλιου Ζέλεφ, πήρε το όνομά της από τον Άγιο Κλίμεντ Όχριντσκι. Από τότε μέχρι σήμερα, στη βάση που βρίσκεται στο νησί Λίβινγκστον, οι Βούλγαροι..